- φρονηματίζω
- φρονημάτισα, φρονηματίστηκα, φρονηματισμένος, μτβ.1. εμπνέω σε κάποιον φρόνημα (βλ. λ.), του μεταδίνω θάρρος, αυτοπεποίθηση κτλ., του αναπτερώνω το ηθικό: Πριν από τη μάχη ο λοχαγός φρονημάτισε τους στρατιώτες με πατριωτικά λόγια.2. κάνω κάποιον συνετό, φρόνιμο, του βάζω μυαλό: Μπήκε στη φυλακή και φρονηματίστηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.